τριχίτις

τριχίτις
-ίτιδος, ἡ, Α
είδος στυπτηρίας που ονομάζεται έτσι επειδή αποτελείται από τριχοειδείς ίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (βλ. λ. -ίτιδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”